μερίν

μερίν
μερίς
part
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μερί — και μηρί, το (ΑM μηρίον, Μ και μηρίν και μερίν και μερί και μέρι) ο μηρός νεοελλ. στον πληθ. τα μεριά α) οι λαγόνες και το μεταξύ αυτών τμήμα τού σώματος β) τα πλευρά τής πρύμνης πλοίου μσν. 1. βάση, υποστάτης 2. φρ. «ἐβγαίνω ἀπὸ μερί» κατάγομαι… …   Dictionary of Greek

  • Μερινίδες — Βερβερική δυναστεία της φυλής Μπενί Μερίν, η οποία βασίλευσε στο Μαρόκο την περίοδο 1269 1465. Με αρχηγό τον Αμπού Γιάχγια, οι Μ. κατάλαβαν τη Φεζ το 1248 και ίδρυσαν ένα ανεξάρτητο εμιράτο. Το 1269 κατέλαβαν το Μαρακές, ανέτρεψαν τη δυναστεία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”